- σκηπτουχία
- η, ΝΑ [σκηπτοῡχος]το να φέρει κανείς σκήπτρο ή ράβδο ως σύμβολο εξουσίας, ηγεμονίααρχ.1. το αξίωμα ή η εξουσία Πέρση σκηπτούχου2. (γενικά) εξουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκηπτουχία — σκηπτουχίᾱ , σκηπτουχία bearing of a staff fem nom/voc/acc dual σκηπτουχίᾱ , σκηπτουχία bearing of a staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτουχίᾳ — σκηπτουχίαι , σκηπτουχία bearing of a staff fem nom/voc pl σκηπτουχίᾱͅ , σκηπτουχία bearing of a staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτουχίας — σκηπτουχίᾱς , σκηπτουχία bearing of a staff fem acc pl σκηπτουχίᾱς , σκηπτουχία bearing of a staff fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτουχίαι — σκηπτουχία bearing of a staff fem nom/voc pl σκηπτουχίᾱͅ , σκηπτουχία bearing of a staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτουχίαν — σκηπτουχίᾱν , σκηπτουχία bearing of a staff fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτροκρατία — ἡ, Α [σκηπτροκρατῶ] η σκηπτουχία … Dictionary of Greek